αγούρμαστος
Смотреть что такое "αγούρμαστος" в других словарях:
αγούρμαστος — η, ο αυτός που δεν ωρίμασε ακόμη, άγουρος, αγίνωτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητικό + γουρμαστός < γουρμάζω < ουρμάζω < ωριμάζω] … Dictionary of Greek
αγούρμαστος — η, ο άγουρος, αγίνωτος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)